- γαμηλίων
- γαμήλιοςoffem gen plγαμήλιοςofmasc/neut gen plγαμήλιοςofmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γαμηλιών — it was the fashionable time for weddings masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλιών — it was the fashionable time for weddings masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαμηλιών — Ο έβδομος μήνας στο αττικό και στο δήλιο ημερολόγιο, που συμπίπτει περίπου με την περίοδο 15 Ιανουαρίου – 15 Φεβρουαρίου. Το όνομα Γ. προήλθε από τη συνήθεια να γίνονται οι γάμοι κατά τον μήνα αυτό, που ήταν ιερός της Ήρας Γαμηλίας, προστάτιδας… … Dictionary of Greek
ГАМЕЛИОН — • Γαμηλιών, см. Annus, Год, 1 … Реальный словарь классических древностей
Γαμηλιῶνα — Γαμηλιών it was the fashionable time for weddings masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλιῶνα — γαμηλιών it was the fashionable time for weddings masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαμηλιῶνι — Γαμηλιών it was the fashionable time for weddings masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλιῶνι — γαμηλιών it was the fashionable time for weddings masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαμηλιῶνος — Γαμηλιών it was the fashionable time for weddings masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλιῶνος — γαμηλιών it was the fashionable time for weddings masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)